"Είμαι ο Μόουζες Οντουμπάτζο και είμαι καλά"
- «Νεαρέ, το ξέρεις ότι φωνάζεις πολύ δυνατά και ενοχλείς τους επιβάτες; Μπορώ να δω την κάρτα σου»;
- «Όχι, όχι κύριε αστυνομικέ να σας εξηγήσω. Η κάρτα δεν είναι δική μου, αλλά δεν την έκλεψα. Είναι ενός γείτονα μου. Μπορείτε να τον ρωτήσετε. Αλήθεια, σας λέω. Φωνάζω γιατί δοκιμάστηκα σε επαγγελματική ομάδα και μάλλον θα με πάρουν. Να σας δώσω το τηλέφωνο του προπονητή. Σας ορκίζομαι δεν λέω ψέματα».
Ο Μόουζες ήταν σίγουρος ότι τον περιμένει μία εξακρίβωση στοιχείων στο τμήμα. Βρισκόταν μόνος στην αποβάθρα του σταθμού Stratford, περιμένοντας το μετρό, αλλά δεν είχε ταυτότητα μαζί του, αλλά μία κάρτα απεριόριστων διαδρομών που δεν ήταν στο όνομα του και φώναζε σε ένα κινητό που ήταν αμφίβολο αν ήταν δικό του.
Θα μπορούσε να είναι μία ακόμα περίπτωση παραβατικού ανηλίκου που τριγυρνούσε στις αποβάθρες ψάχνοντας για «θύματα», αλλά δεν ήταν έτσι.
Η ιστορία του ήταν αληθινή. Δεν πήγε ποτέ στο τμήμα. Και το καλύτερο; Η Λέιτον Όριεντ είχε δεχθεί να τον εντάξει στις ακαδημίες της σε ηλικία 16 ετών, μετά από αμέτρητες δοκιμές σε ένα σωρό ακαδημίες ομάδων του Λονδίνου. Επιτέλους, είχε έναν λόγο να χαμογελάσει.
Είναι κάποιος που έρχεται από μακριά. Κάποιος που έχει περάσει πολλά. Ακόμα και σήμερα, γυρνώντας το ρολόι πίσω, νιώθει ότι διηγείται την ζωή κάποιου άλλου, ό,τι δεν τα έζησε όλα αυτά.
Μεγάλωσε στην σκληρή περιοχή του Γκρίνουιτς, ο μικρότερος αδερφός μιας μονογονεϊκής οικογένειας με τρία αγόρια. Η μητέρα του, η Έστερ, τους έμαθε από μικρούς ένα και μόνο πράγμα: «ό,τι κι αν σας συμβεί, μην δείξετε ποτέ αδύναμοι σε κανέναν».
Ως νοσοκόμα και σύμβουλος σεξουαλικής αγωγής χρειαζόταν να ταξιδεύει πολύ σε αποστολές στην Αφρική. Σε ένα της ταξίδι στην Γκάνα κόλλησε ελονοσία. Επιστρέφοντας πίσω, υποτίμησε τα συμπτώματα, νόμιζε ότι είχε αντισώματα και έφυγε για νέο ταξίδι στην Ουγκάντα. Δεν γύρισε ποτέ. «Έφυγε» σε ηλικία 45 ετών, αφήνοντας πίσω τρία ορφανά ανήλικα, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα.
«Για πολύ καιρό ήμουν σε κατάσταση σοκ. Νόμιζα ότι ήταν κάποιο αστείο, ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφε. Σταμάτησα να πηγαίνω σχολείο και έκοψα εντελώς το ποδόσφαιρο. Δεν είχαμε μάθει να εκφράζουμε τα συναισθήματα μας, δεν υπήρχε κανένας ώμος για να κλάψουμε. Πνίξαμε αυτό που νιώθαμε μέσα μας και προσπαθούσαμε να θάψουμε όσο βαθιά γίνεται τα συναισθήματά μας».
Υπό τον φόβο, ότι η πρόνοια θα τους χωρίσει, τα τρία αδέρφια της οικογένειας Οντουμπάτζο δεν δήλωσαν ποτέ τον θάνατο της μητέρας τους. Ζούσαν από ένα επίδομα, λιγότερο από 400 λίρες το μήνα, που τους εξασφάλιζε λίγα τρόφιμα, κυρίως κονσέρβες.
Αρκετά χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας τους, γράμματα στο όνομά της εξακολουθούσαν να έρχονται στην πόρτα τους. Για όλες τις βρετανικές υπηρεσίες η μητέρα τους ήταν ακόμα εν ζωή κι ας είχε «φύγει» εδώ και χρόνια!
Υπήρχαν μέρες, εβδομάδες, μήνες, που ζούσαν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά δεν τους ένοιαζε πια. Κάποιες φορές έκαναν μπάνιο σε γειτονικά σπίτια. Ζούσαν χάρη στα ακραία ένστικτα επιβίωσης, που βγήκαν ξαφνικά στην επιφάνεια, μετά την οδυνηρή απώλεια της μητέρας.
Μία μέρα, ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας δεν γύρισε σπίτι. Δεν γύρισε ούτε την επόμενη. Ούτε την μεθεπόμενη. Μετά από κάποιες εβδομάδες ένα γράμμα ενημέρωσε τον Μόουζες και τον Τομ πως ο Ίντρις ήταν στην φυλακή. Ήταν 18 και είχε αναλάβει να μεγαλώσει με κάθε τρόπο τα μικρότερα αδέρφια του, όμως δεν ξέφυγε από την τσιμπίδα του νόμου.
Στο διάστημα που έμεινε μέσα, άρχισε να αλληλογραφεί με τον Μόουζες. Μοιράστηκαν πράγματα που δεν είχαν πει ποτέ μεταξύ τους. Κάπως έτσι, γνωρίστηκαν επιτέλους, έμαθαν πως με κάποιο τρόπο πρέπει να αδειάζεις, να μην κρατάς αυτό που σε τρώει, μέσα σου.
Εκείνη η δανεική Oyster card απεριόριστων διαδρομών από έναν γείτονα έγινε η μοναδική του ελπίδα. Έστελνε αιτήσεις δοκιμής σε κάθε ομάδα που μπορούσε να του προσφέρει μία υποτροφία στις ακαδημίες της, δούλευε σαν τρελός στις ατομικές προπονήσεις, περιμένοντας μία ευκαιρία.
Του πήρε μόλις ένα χρόνο για να γίνει επαγγελματίας στην Λέιτον Όριεντ και το 2014 έβγαλε τα πρώτα του καλά λεφτά από το ποδόσφαιρο όταν η Μπρέντφορντ τον απέκτησε για ένα εκατομμύριο λίρες. Από ένας γοργοπόδαρος εξτρέμ είχε μετατραπεί σε έναν φουλ-επιθετικό μπακ, ο οποίος φόρεσε 5 φορές την φανέλα της Εθνικής Νέων της Αγγλίας.
Το 2015 η Χαλ τον απέκτησε για 3,5 εκατομμύρια λίρες και μέσα σε ένα χρόνο το όνειρο της Premier League θα έπαιρνε σάρκα και οστά, μετά την νίκη με 1-0 επί της Σέφιλντ Γουένσντεϊ στον τελικό ανόδου στο Γουέμπλεϊ.
Χρειάστηκε όμως μόλις μία στιγμή για να γκρεμιστούν όλα και πάλι. Στην καλοκαιρινή προετοιμασία ο Μόουζες Οντουμπάτζο διέλυσε το γόνατο του, έπαθε αποκόλλησε επιγονατίδας και ταυτόχρονα βλάβη στον πρόσθιο χιαστό. Ήταν η αρχή ενός νέου Γολγοθά.
Η αποθεραπεία δεν πήγε καλά. Καθόλου καλά. Στην προσπάθεια του να επιστρέψει η επιγονατίδα του ξεκόλλησε άλλες δύο φορές. Πήγε σε αμέτρητους ειδικούς, που δεν μπορούσαν να δώσουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Οι πόνοι ήταν αφόρητοι, ανατριχιαστικοί, έφτανε σε σημείο να μην τον πιάνει κανένα παυσίπονο. Το εσωτερικό τραύμα όμως ήταν πολύ πιο βαθύ.
Το ποδόσφαιρο ήταν η ασπίδα του. Το χαλάκι κάτω από το οποίο έκρυβε όλες τις ακαθαρσίες της ψυχής του. Στα δύο χρόνια που έμεινε μακριά από τα γήπεδα, ο εσωτερικός του κόσμος κατέρρευσε. Το μαύρο πέπλο της κατάθλιψης τον κατάπιε.
«Υπήρχαν μέρες που δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου, δεν ήθελα να κάνω μπάνιο, δεν ήθελα να φάω. Δεν ήμουν εγώ. Μεγαλώνοντας είχα πάντα αυτό το ένστικτο της επιβίωσης, την νοοτροπία πως τίποτα δεν μπορεί να με σπάσει».
Ο Μόουζες Οντουμπάτζο αποφάσισε να εμπιστευτεί έναν ψυχοθεραπευτή, ο οποίος σκαλίζοντας το μέσα του βρήκε αμέτρητες πληγές που δεν είχαν επουλωθεί ποτέ.
Ακόμα και σήμερα παραμένει κλειστός, δεν αφήνει τα συναισθήματα του να εκδηλωθούν εύκολα. Αναγνωρίζει όμως ότι όλες αυτές οι συνεδρίες τον έκαναν να μάθει τον εαυτό του, να καταλάβει γιατί ένιωθε αυτά που ένιωθε.
Ήταν από τους πρώτους ποδοσφαιριστές που μίλησε ανοιχτά για την μάχη του με την κατάθλιψη, χωρίς να ντρέπεται ή να φοβάται κάτι.
Μόλις τακτοποίησε την ψυχή του, αίφνης το πόδι του γιατρεύτηκε. Στάθηκε ξανά στα πόδια του κι άρχισε να χτίζει ξανά την καριέρα του από το μηδέν. Επέστρεψε στην Μπρέντφορντ, έπαιξε μία διετία στην Σέφιλντ Γουένσντεϊ και άλλη μία στην ΚΠΡ, σε αξιοπρεπές επίπεδο για την Championship. Μπορούσε πια να χαμογελάει, διότι οι προτεραιότητες του είχαν αλλάξει, το σημαντικό ήταν το ότι ήταν υγιής.
Το καλοκαίρι του 2022 ένιωσε έτοιμος να βιώσει την πρώτη του εμπειρία εκτός νησιού, υπογράφοντας συμβόλαιο με τον Άρη και δύο χρόνια μετά, στα 30 του έρχεται η μεγαλύτερη ευκαιρία της καριέρας του με την ΑΕΚ.
Ο Μόουζες Οντουμπάτζο μπορεί να ουρλιάζει ξανά στο τηλέφωνο από χαρά, όπως εκείνο το 16χρονο παιδί που έγινε δεκτό στις ακαδημίες της Λέιτον Όριεντ. Μόνο που τώρα δεν χρειάζεται δανεική κάρτα απεριόριστων διαδρομών για να κυκλοφορεί, επιτέλους μπορεί να νιώθει ότι τα κατάφερε.